- συγχωριέμαι
- συγχωριέμαι1συγχωρήθηκα, συγχωρημένος βλ. πίν. 592συγχωρέθηκα, συγχωρεμένος βλ. πίν. 63
και πρβλ. συγχωρούμαι
——————Σημειώσεις:συγχωρούμαι, συγχωριέμαι : η μτχ. συγχωρεμένος απαντάται και ως ουσιαστικό με την έννοια → αυτός που αξίζει να συγχωρηθεί, ο πεθαμένος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.